- ξετυλίγομαι
- ξετυλίγομαι, ξετυλίχτηκα, ξετυλιγμένος βλ. πίν. 22
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
συνεξελίττομαι — Α ξετυλίγομαι μαζί («βοστρύχων οὔλων πλοκαῑς συνεξελιττόμενος [ὁ χαλκός]», Καλλίστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξελίττομαι «ξετυλίγομαι»] … Dictionary of Greek
εκκυλίομαι — ἐκκυλίομαι (Α) ξετυλίγομαι … Dictionary of Greek
ξαναστρέφω — (Μ [ε]ξαναστρέφω) νεοελλ. στρέφω πάλι μσν. 1. ξαναστέλνω 2. κάνω κάποιον να επιστρέψει 3. διαστρέφω 4. αναβάλλω δίκη, ορίζω νέα δικάσιμο 5. μέσ. ξαναστρέφομαι 1. ξετυλίγομαι, ξεκουλουριάζομαι 2. γυρίζω πίσω, επιστρέφω … Dictionary of Greek
ξαπλώνω — (Μ ξαπλώνω) εκτείνω, απλώνω κάτι σε πλάτος και σε μήκος («ξαπλώνω την αρίδα μου» κάθομαι νωχελικά και αναπαύομαι) νεοελλ. 1. χτυπώ κάποιον με όπλο ή με τα χέρια και τόν ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, φονεύω ή πληγώνω («με μια πιστολιά τόν ξάπλωσε στο… … Dictionary of Greek
ξετυλίγω — και ξετυλίζω και ξετυλίσσω 1. ξεκουθαριάζω νήμα, εκτυλίσσω 2. ξεδιπλώνω κάτι τυλιγμένο ή συσκευασμένο σε πακέτο, αφαιρώ το περιτύλιγμα («ξετύλιξε το κουτί να δούμε τι έχει μέσα») 3. μέσ. ξετυλίγομαι μτφ. (για οδό, τοπίο, θέαμα ή για… … Dictionary of Greek
συνεκκυλίω — Μ μτφ. φθίνω μαζί με κάποιον, παρασύρω κάποιον μαζί μου στην παρακμή («τὸ δὲ πρὸς Ἑλληνισμὸν ἐκκυλίεται, καὶ ἑαυτῷ συνεκκυλίει τὸν φάσκοντα», Σωφρόν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκυλίομαι «ξετυλίγομαι»] … Dictionary of Greek
ξετυλίγω — ξετύλιξα, ξετυλίχτηκα, ξετυλιγμένος 1. ξεδιπλώνω, ξεκουβαριάζω, ξεμπερδεύω: Ξετυλίγω το χαρτί. – Ξετυλίγω το κουβάρι. – Ξετυλίγω το χαλί. 2. το μέσ., μτφ., ξετυλίγομαι απλώνομαι, εκτείνομαι, συμβαίνω: Τα γεγονότα ξετυλίχτηκαν γρήγορα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)